Φταίει η διάρκεια ζωής των πέντε ημερών, οι υψηλές τιμές παραγωγού στη
χώρα μας, η γεωμορφία της Ελλάδας που δυσκολεύει τη συλλογή της πρώτης
ύλης και τη διανομή του προϊόντος ή η πιθανή κερδοσκοπία των
εμπλεκομένων στην παραγωγή (κτηνοτρόφοι - βιομηχανίες - λιανέμποροι) για
το γεγονός ότι η τιμή του παστεριωμένου γάλακτος είναι από τις
υψηλότερες στην Ευρώπη;
Για τους Έλληνες καταναλωτές το βέβαιο είναι ότι πληρώνουν ακριβότερα το γάλα από ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που τα εισοδήματα έχουν μειωθεί δραματικά. Η πρόκληση και το ζητούμενο στον διάλογο που έχει ανοίξει τις τελευταίες ημέρες είναι αν υπάρχει τρόπος «αναίμακτα» να μειωθεί η τιμή στο ράφι.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ που έχει πυροδοτήσει το κλίμα εντός της κυβέρνησης, η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος όπως αυτή ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγοντας ο οποίος εάν άλλαζε θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τιμών.
Μάλιστα αυτό που επισημαίνεται στην έκθεση είναι ότι στην Ελλάδα το παστεριωμένο γάλα πωλείται έως και 34% ακριβότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπογραμμίζοντας ότι ο περιορισμός που θέτει η ελληνική νομοθεσία για διάρκεια ζωής του - τις πέντε ημέρες - βάζει μια σειρά εμποδίων στον ανταγωνισμό με επίπτωση στις λιανικές τιμές των προϊόντων.
Κατά τον ΟΟΣΑ, οι πέντε ημέρες ζωής στο παστεριωμένο γάλα:
l Εμποδίζουν τις εισαγωγές φθηνότερης πρώτης ύλης από άλλες χώρες στην Ελλάδα για παραγωγή φρέσκου γάλακτος.
l Αυξάνουν το κόστος των επιστροφών για τις ίδιες τις γαλακτοβιομηχανίες (το κόστος αυτό υπολογίζεται στο 5% της τελικής τιμής).
l Περιορίζουν την ανάπτυξη εσωτερικού ανταγωνισμού καθώς μικρές περιφερειακές εταιρείες δεν μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε όλη την επικράτεια.
l Εμποδίζουν ξένες γαλακτοβιομηχανίες να εισάγουν στην Ελλάδα προϊόντα τους στη συγκεκριμένη κατηγορία, δηλαδή το παστεριωμένο γάλα, ώστε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός.
Στις προτάσεις αυτές θετικά κινείται το υπουργείο Ανάπτυξης υποστηρίζοντας ότι προχωρώντας σε παρεμβάσεις αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία θα υπάρξουν οφέλη τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους παραγωγούς καθώς θα μειωθεί η τιμή για τους καταναλωτές ενώ οι παραγωγοί θα έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν μεγαλύτερες αγορές σε όλη την Ελλάδα και να βγουν από τα στενά όρια των περιοχών που σήμερα δραστηριοποιούνται εξαιτίας της μικρής ζωής των προϊόντων τους.
Μάλιστα υποστηρίζει ότι η μέγιστη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος μπορεί να καθορίζεται ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης που εφαρμόζει κάθε παραγωγός, εφόσον αυτή τηρεί τις προδιαγραφές που προβλέπονται από την ΕΕ.
Ετσι θα μπορούν οι βιομηχανίες να διαθέτουν στην αγορά νέα προϊόντα 2, 3, 4, αλλά και 10 ημερών που θα μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές είτε το πλεονέκτημα της φρεσκάδας τους είτε τη μεγαλύτερη διάρκειά τους διαμορφώνοντας ανάλογα και την τιμή, όπως γίνεται ήδη σε πολλές χώρες της ΕΕ.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Στην αντίθετη πλευρά ωστόσο βρίσκονται το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, παραγωγοί κτηνοτρόφοι και μερίδα βιομηχανιών, συνεταιριστικών και μη, αλλά και το ΠαΣοΚ. Ο βασικός λόγος της ανησυχίας και της διαφωνίας τους είναι τι θα απογίνουν οι έλληνες κτηνοτρόφοι αφού δυνητικά η αλλαγή στη διάρκεια ζωής του γάλακτος θα ανοίξει τον δρόμο για εισαγωγές από άλλες χώρες με φθηνότερες τιμές παραγωγού και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι έλληνες κτηνοτρόφοι έχουν ήδη χάσει το πλεονέκτημα της αναγραφής της χώρας προέλευσης του γάλακτος στις συσκευασίες των προϊόντων.
Πάντως, η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η Ελλάδα καταγράφει μία από τις υψηλότερες τιμές παραγωγού στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα τον περασμένο Νοέμβριο είχε την πέμπτη υψηλότερη τιμή παραγωγού ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ, με την τιμή του γάλακτος να είναι στα 44,1 λεπτά όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν τα 35,5 λεπτά. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι έλληνες παραγωγοί κερδοσκοπούν, αλλά γιατί το κόστος παραγωγής για μια σειρά λόγους είναι σημαντικά υψηλότερο στη χώρα μας. Αντίθετα από άλλες χώρες, κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη, η Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό ελλειμματική σε ζωοτροφές με αποτέλεσμα να κάνει εισαγωγές, γεγονός που εκτινάσσει το κόστος για τους αγελαδοτρόφους. Είναι ενδεικτικό ότι η αγορά των ζωοτροφών κοστίζει στον μέσο ευρωπαίο κτηνοτρόφο κατά 60% φθηνότερα απ' όσο στον Ελληνα.
Παράλληλα λόγω των κλιματικών συνθηκών η αγελαδοτροφία στην Ελλάδα είναι σταβλισμένη, γεγονός που επίσης αυξάνει το κόστος.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. Επιπλέον στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης λειτουργούν λίγες και μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες ή καλά οργανωμένοι συνεταιρισμοί παραγωγών, κάτι που σημαίνει ότι επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας. Οι ελληνικές μονάδες είναι μικρές με τη μεγαλύτερη να μην ξεπερνά τα 200 ζώα ενώ παράλληλα είναι διάσπαρτες στην περιφέρεια μακριά από τα εργοστάσια παραγωγής, αυξάνοντας σημαντικά το μεταφορικό κόστος για τη συλλογή του γάλακτος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των προβλημάτων είναι η τιμή να είναι ακριβή, η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος την τελευταία πενταετία να συρρικνώνεται και πλέον να μην καλύπτει ούτε την εθνική ποσόστωση αφού πολλοί αγελαδοτρόφοι εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία επειδή δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδά τους.
Ελλειμματική παραγωγή
Το 2013 η ελληνική παραγωγή ήταν στους 636.000 τόνους με ποσόστωση 871.000 ενώ οι εκτιμήσεις για το 2014 δείχνουν ότι η ελληνική παραγωγή θα είναι ακόμη χαμηλότερη. Μέσα σε μία 5ετία το ζωικό κεφάλαιο μειώθηκε κατά 40% και από 140.000 ζώα έπεσε στις 85.000-90.000. Μάλιστα ο ΕΛΟΓΑΚ εκτιμά ότι φέτος, έως το τέλος της γαλακτοκομικής περιόδου, στις 31 Μαρτίου, η παραγωγή θα φθάσει στους 580.000 τόνους, με νέα ποσοστιαία μείωση της τάξης του 7%-8%. Την ίδια ώρα οι ανάγκες της χώρας σε γάλα είναι περίπου στους 1.350.000 τόνους και στο 60% καλύπτονται από εισαγωγές.
Για τους Έλληνες καταναλωτές το βέβαιο είναι ότι πληρώνουν ακριβότερα το γάλα από ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που τα εισοδήματα έχουν μειωθεί δραματικά. Η πρόκληση και το ζητούμενο στον διάλογο που έχει ανοίξει τις τελευταίες ημέρες είναι αν υπάρχει τρόπος «αναίμακτα» να μειωθεί η τιμή στο ράφι.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ που έχει πυροδοτήσει το κλίμα εντός της κυβέρνησης, η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος όπως αυτή ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγοντας ο οποίος εάν άλλαζε θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τιμών.
Μάλιστα αυτό που επισημαίνεται στην έκθεση είναι ότι στην Ελλάδα το παστεριωμένο γάλα πωλείται έως και 34% ακριβότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπογραμμίζοντας ότι ο περιορισμός που θέτει η ελληνική νομοθεσία για διάρκεια ζωής του - τις πέντε ημέρες - βάζει μια σειρά εμποδίων στον ανταγωνισμό με επίπτωση στις λιανικές τιμές των προϊόντων.
Κατά τον ΟΟΣΑ, οι πέντε ημέρες ζωής στο παστεριωμένο γάλα:
l Εμποδίζουν τις εισαγωγές φθηνότερης πρώτης ύλης από άλλες χώρες στην Ελλάδα για παραγωγή φρέσκου γάλακτος.
l Αυξάνουν το κόστος των επιστροφών για τις ίδιες τις γαλακτοβιομηχανίες (το κόστος αυτό υπολογίζεται στο 5% της τελικής τιμής).
l Περιορίζουν την ανάπτυξη εσωτερικού ανταγωνισμού καθώς μικρές περιφερειακές εταιρείες δεν μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε όλη την επικράτεια.
l Εμποδίζουν ξένες γαλακτοβιομηχανίες να εισάγουν στην Ελλάδα προϊόντα τους στη συγκεκριμένη κατηγορία, δηλαδή το παστεριωμένο γάλα, ώστε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός.
Στις προτάσεις αυτές θετικά κινείται το υπουργείο Ανάπτυξης υποστηρίζοντας ότι προχωρώντας σε παρεμβάσεις αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία θα υπάρξουν οφέλη τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους παραγωγούς καθώς θα μειωθεί η τιμή για τους καταναλωτές ενώ οι παραγωγοί θα έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν μεγαλύτερες αγορές σε όλη την Ελλάδα και να βγουν από τα στενά όρια των περιοχών που σήμερα δραστηριοποιούνται εξαιτίας της μικρής ζωής των προϊόντων τους.
Μάλιστα υποστηρίζει ότι η μέγιστη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος μπορεί να καθορίζεται ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης που εφαρμόζει κάθε παραγωγός, εφόσον αυτή τηρεί τις προδιαγραφές που προβλέπονται από την ΕΕ.
Ετσι θα μπορούν οι βιομηχανίες να διαθέτουν στην αγορά νέα προϊόντα 2, 3, 4, αλλά και 10 ημερών που θα μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές είτε το πλεονέκτημα της φρεσκάδας τους είτε τη μεγαλύτερη διάρκειά τους διαμορφώνοντας ανάλογα και την τιμή, όπως γίνεται ήδη σε πολλές χώρες της ΕΕ.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Στην αντίθετη πλευρά ωστόσο βρίσκονται το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, παραγωγοί κτηνοτρόφοι και μερίδα βιομηχανιών, συνεταιριστικών και μη, αλλά και το ΠαΣοΚ. Ο βασικός λόγος της ανησυχίας και της διαφωνίας τους είναι τι θα απογίνουν οι έλληνες κτηνοτρόφοι αφού δυνητικά η αλλαγή στη διάρκεια ζωής του γάλακτος θα ανοίξει τον δρόμο για εισαγωγές από άλλες χώρες με φθηνότερες τιμές παραγωγού και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι έλληνες κτηνοτρόφοι έχουν ήδη χάσει το πλεονέκτημα της αναγραφής της χώρας προέλευσης του γάλακτος στις συσκευασίες των προϊόντων.
Πάντως, η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η Ελλάδα καταγράφει μία από τις υψηλότερες τιμές παραγωγού στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα τον περασμένο Νοέμβριο είχε την πέμπτη υψηλότερη τιμή παραγωγού ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ, με την τιμή του γάλακτος να είναι στα 44,1 λεπτά όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν τα 35,5 λεπτά. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι έλληνες παραγωγοί κερδοσκοπούν, αλλά γιατί το κόστος παραγωγής για μια σειρά λόγους είναι σημαντικά υψηλότερο στη χώρα μας. Αντίθετα από άλλες χώρες, κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη, η Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό ελλειμματική σε ζωοτροφές με αποτέλεσμα να κάνει εισαγωγές, γεγονός που εκτινάσσει το κόστος για τους αγελαδοτρόφους. Είναι ενδεικτικό ότι η αγορά των ζωοτροφών κοστίζει στον μέσο ευρωπαίο κτηνοτρόφο κατά 60% φθηνότερα απ' όσο στον Ελληνα.
Παράλληλα λόγω των κλιματικών συνθηκών η αγελαδοτροφία στην Ελλάδα είναι σταβλισμένη, γεγονός που επίσης αυξάνει το κόστος.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. Επιπλέον στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης λειτουργούν λίγες και μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες ή καλά οργανωμένοι συνεταιρισμοί παραγωγών, κάτι που σημαίνει ότι επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας. Οι ελληνικές μονάδες είναι μικρές με τη μεγαλύτερη να μην ξεπερνά τα 200 ζώα ενώ παράλληλα είναι διάσπαρτες στην περιφέρεια μακριά από τα εργοστάσια παραγωγής, αυξάνοντας σημαντικά το μεταφορικό κόστος για τη συλλογή του γάλακτος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των προβλημάτων είναι η τιμή να είναι ακριβή, η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος την τελευταία πενταετία να συρρικνώνεται και πλέον να μην καλύπτει ούτε την εθνική ποσόστωση αφού πολλοί αγελαδοτρόφοι εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία επειδή δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδά τους.
Ελλειμματική παραγωγή
Το 2013 η ελληνική παραγωγή ήταν στους 636.000 τόνους με ποσόστωση 871.000 ενώ οι εκτιμήσεις για το 2014 δείχνουν ότι η ελληνική παραγωγή θα είναι ακόμη χαμηλότερη. Μέσα σε μία 5ετία το ζωικό κεφάλαιο μειώθηκε κατά 40% και από 140.000 ζώα έπεσε στις 85.000-90.000. Μάλιστα ο ΕΛΟΓΑΚ εκτιμά ότι φέτος, έως το τέλος της γαλακτοκομικής περιόδου, στις 31 Μαρτίου, η παραγωγή θα φθάσει στους 580.000 τόνους, με νέα ποσοστιαία μείωση της τάξης του 7%-8%. Την ίδια ώρα οι ανάγκες της χώρας σε γάλα είναι περίπου στους 1.350.000 τόνους και στο 60% καλύπτονται από εισαγωγές.
tanea gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΠΕΙΤΕ ΚΑΤΙ......